go into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes into |
αόριστος | went into |
παθητική μετοχή | gone into |
ενεργητική μετοχή | going into |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go into (en)
- μπαίνω σε έναν οργανισμό, ειδικά για να κάνω καριέρα σε αυτόν
- μπαίνω, χρήματα, χρόνος, προσπάθεια κ.λπ. ξοδεύονται για κάτι ή χρησιμοποιούνται για να κάνουν κάτι
- ⮡ I am going into business.
- Μπαίνω στο εμπόριο.
- ⮡ I am going into business.
Πηγές
[επεξεργασία]- go into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 568. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπαίνω