glass

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
glass glasses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glass (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το γυαλί, το τζάμι, γυάλινος
    ⮡  a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί
    ⮡  He was running barefoot and stepped on glass.
    Έτρεχε ξυπόλυτος και πάτησε γυαλιά.
    ⮡  a cleaner which makes glass invisible - καθαριστικό που κάνει τα τζάμια αόρατα
    ⮡  glass vases - γυάλινα βάζα
    ⮡  I prefer the glass tumblers to the plastic ones.
    Προτιμώ τα γυάλινα ποτήρια από τα πλαστικά.
  2. το ποτήρι, δοχείο, συχνά γυάλινο, που χωράει στο χέρι και από το οποίο πίνει κανείς χυμό, κρασί ή άλλα υγρά
    ⮡  Anna wants a glass for water (=made for drinking water)./Anna wants a water glass.
    Η Άννα θέλει ένα ποτήρι του νερού.
  3. το ποτήρι, η ποσότητα που χωράει στο παραπάνω δοχείο
    ⮡  Anna wants a glass of water.
    Η Άννα θέλει ένα ποτήρι νερό.
    ⮡  Nothing compares to a cold glass of water/a glass of cold water in the summer.
    Τίποτα δεν συγκρίνεται μ' ένα ποτήρι κρύο νερό το καλοκαίρι.
  4. (μόνο πληθυντικός) τα γυαλιά, τα τζάμια, ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών
    ⮡  I forgot my glasses.
    Ξέχασα τα γυαλιά μου.
    ⮡  Put your glasses on to see where you’re stepping, there’s grime down there.
    Βάλε τα τζάμια σου να βλέπεις πού πατάς, έχει βρομιές κάτω.
  5. (μη μετρήσιμο) το γυάλινο, ένα αντικείμενο από γυαλί
    ⮡  One of his eyes was glass.
    Το ένα του μάτι ήταν γυάλινο.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glass (sv)