gist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gist (en)

  1. (συνήθως the gist) το ζουμί της υπόθεσης, η κεντρική ιδέα, συμπτυγμένο νόημα, μπαίνω στο νόημα
    ⮡  the gist of the matter - το ζουμί της υπόθεσης
    ⮡  That is the gist of his speech.
    Αυτό είναι το ζουμί του λόγου του.
    ⮡  I didn’t understand all of it but I got the gist of it.
    Δεν τα κατάλαβα όλα αλλά μπήκα στο νόημα.
    ⮡  I don’t completely get the gist of your argument.
    Δεν αντιλαμβάνομαι απολύτως το νόημα των επιχειρημάτων σου.
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) η πεμπτουσία