gist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gist (en)
- (συνήθως the gist) το ζουμί της υπόθεσης, η κεντρική ιδέα, συμπτυγμένο νόημα, μπαίνω στο νόημα
- ⮡ the gist of the matter - το ζουμί της υπόθεσης
- ⮡ That is the gist of his speech.
- Αυτό είναι το ζουμί του λόγου του.
- ⮡ I didn’t understand all of it but I got the gist of it.
- Δεν τα κατάλαβα όλα αλλά μπήκα στο νόημα.
- ⮡ I don’t completely get the gist of your argument.
- Δεν αντιλαμβάνομαι απολύτως το νόημα των επιχειρημάτων σου.
- (μεταφορικά, σπάνιο) η πεμπτουσία
Πηγές
[επεξεργασία]- gist - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 355. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζουμί