generally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | generally |
συγκριτικός | more generally |
υπερθετικός | most generally |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]generally (en)
- γενικά, από τους περισσότερους ανθρώπους
- ⮡ His suggestion was generally welcomed.
- Η πρότασή του έγινε γενικά ευπρόσδεκτη.
- ⮡ His suggestion was generally welcomed.
- γενικά, συνήθως
- γενικά, χωρίς συζήτηση για λεπτομέρειες για κάτι
- ⮡ He always speaks generally and in vague terms.
- Μιλάει πάντα γενικά και αόριστα.
- ⮡ He always speaks generally and in vague terms.