gathering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gathering | gatherings |
gathering (en)
- (μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η συνάντηση πολλών ανθρώπων
- (μη μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η συλλογή, το μάζεμα, η ενέργεια με την οποία μαζεύεις, συλλέγεις, συγκεντρώνεις πράγματα
- ↪ information gathering - συγκέντρωση/συλλογή πληροφοριών
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]gathering (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- gathering - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκέντρωση