gathering

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gathering gatherings

gathering (en)

  1. (μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η συνάντηση πολλών ανθρώπων
    a family gathering - μια οικογενειακή συγκέντρωση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meeting
  2. (μη μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η συλλογή, το μάζεμα, η ενέργεια με την οποία μαζεύεις, συλλέγεις, συγκεντρώνεις πράγματα
    information gathering - συγκέντρωση/συλλογή πληροφοριών

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

gathering (en)