gardenia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gardénia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gardenia (en)

  1. (φυτό) γαρδένια (το φυτό και το άνθος του)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gardenia (it)

  1. η γαρδένια