gang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gang | gangs |
gang (en)
- η συμμορία
- ⮡ A rival gang took him out.
- Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.
- ⮡ A rival gang took him out.
Ρήμα
[επεξεργασία]gang (en)
- → δείτε τα phrasal verbs gang together και gang up
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gang (fr) αρσενικό
- η συμμορία