gang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gang gangs

gang (en)

  • η συμμορία
    ⮡  A rival gang took him out.
    Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.

gang (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gang (fr) αρσενικό