gurgle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας gurgle
γ΄ ενικό ενεστώτα gurgles
αόριστος gurgled
παθητική μετοχή gurgled
ενεργητική μετοχή gurgling

gurgle (en)

  • γουργουρίζω, παράγω έναν ήχο στο λαιμό μου όταν είμαι χαρούμενος
    ⮡  The baby gurgled happily.
    Το μωρό γουργούριζε ευτυχισμένο.