frog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frog | frogs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]frog (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- frog - Oxford Learner's Dictionaries
- frog - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)