fret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fret
γ΄ ενικό ενεστώτα frets
αόριστος fretted
παθητική μετοχή fretted
ενεργητική μετοχή fretting

fret (en)

  • έχω ψυχική δυσφορία, σκάω
    ⮡  Do not fret, all will be well.
    Μη σκας, όλα θα πάνε καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fret < (μέση ολλανδική) vrecht που έγινε vracht (φορτίο ή ναύλα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʁɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fret frets

fret (fr) θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]