flota
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flota | floty |
γενική | floty | flot |
δοτική | flocie | flotom |
αιτιατική | flotę | floty |
οργανική | flotą | flotami |
τοπική | flocie | flotach |
κλητική | floto | floty |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flota (pl) θηλυκό
- ο στόλος