flop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flop | flops |
flop (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | flop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flops |
αόριστος | flopped |
παθητική μετοχή | flopped |
ενεργητική μετοχή | flopping |
- πέφτω, σε μια καρέκλα, ένα κρεβάτι από την κούραση
- σπαρταράω, πέφτω χωρίς έλεγχο
- ⮡ The fish were still flopping around the bottom of the boat.
- Τα ψάρια σπαρταρούσαν ακόμα στον πάτο της βάρκας.
- ⮡ The fish were still flopping around the bottom of the boat.
- (ανεπίσημο) αποτυγχάνω, για οτιδήποτε έργο, παράσταση, εκτόξευση κτλ.