flop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
flop flops

flop (en)

ενεστώτας flop
γ΄ ενικό ενεστώτα flops
αόριστος flopped
παθητική μετοχή flopped
ενεργητική μετοχή flopping

flop (en) (αμετάβατο)

  1. πέφτω, σε μια καρέκλα, ένα κρεβάτι από την κούραση
  2. σπαρταράω, πέφτω χωρίς έλεγχο
    ⮡  The fish were still flopping around the bottom of the boat.
    Τα ψάρια σπαρταρούσαν ακόμα στον πάτο της βάρκας.
  3. (ανεπίσημο) αποτυγχάνω, για οτιδήποτε έργο, παράσταση, εκτόξευση κτλ.