flatulence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flatulence (en)

  1. τα αέρια στο πεπτικό σύστημα
  2. η πορδή



      ενικός         πληθυντικός  
flatulence flatulences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flatulence (fr) θηλυκό

  1. τα αέρια