finally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
finally < final + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

finally (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τελικά, επιτέλους, πότε πια, μετά από πολύ καιρό, ειδικά όταν υπήρξε κάποια δυσκολία ή καθυστέρηση
    After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
    Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
    Finally we’ll finish!
    Πότε πια θα τελειώσουμε!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη eventually
  2. πια, πλήρως, με τρόπο που τελειώνει κάθε συζήτηση για κάτι
    Tomorrow we are finally leaving, without fail.
    Αύριο πια φεύγουμε, το δίχως άλλο.
    The boss declared he was finally satisfied with the work.
    Το αφεντικό δήλωσε πλήρως ικανοποιημένος από το έργο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely