final

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός final
συγκριτικός more final
υπερθετικός most final

final (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι που συμβαίνει στο τέλος μιας σειράς γεγονότων, ενεργειών, δηλώσεων κτλ.
    final exams - τελικές εξετάσεις
    the final Cup - ο τελικός Κυπέλλου
    The final part of the road.
    Tο τελικό τμήμα του δρόμου.
    The final vowel/consonant/letter of a word.
    Tο τελικό φωνήεν/σύμφωνο/γράμμα μιας λέξης.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας
    The final form of a project.
    H τελική μορφή ενός έργου.
    The final product in the production process.
    Tο τελικό προϊόν στη διαδικασία παραγωγής.
  3. οριστικός, τελικός, πια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να αλλάξει
    That is my final decision.
    Αυτή είναι η οριστική/τελική μου απόφαση.
    It’s final, that’s what it’s called.
    Αυτό πια να λέγεται.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
final finals

final (en)

  1. (μετρήσιμο, αθλητισμός) ο τελικός, τα τελικά, για αθλητικό αγώνα
    We reached the finals.
    Φτάσαμε στα τελικά.
  2. (μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) η τελική εξέταση, μια εξέταση που δίνεται στους μαθητές στο τέλος μιας σχολικής περιόδου



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.nal/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό final finaux
θηλυκό finale finales

final (fr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
final finais

final (pt) θηλυκό

  1. (αθλητισμός) ο τελικός