filiżanka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική filiżanka filiżanki
γενική filiżanki filiżanek
δοτική filiżance filiżankom
αιτιατική filiżan filiżanki
οργανική filiżan filiżankami
τοπική filiżance filiżankach
κλητική filiżanko filiżanki

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filiżanka (pl) θηλυκό