fieldwork

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fieldwork (en)

  1. έρευνα που διεξάγεται στον πραγματικό κόσμο και όχι υπό ελεγχόμενες συνθήκες
  2. προσωρινή οχύρωση που κατασκευάζεται από ένα στράτευμα για την άμυνά του