few
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | few |
συγκριτικός | fewer |
υπερθετικός | fewest |
few (en)
- (a few) μερικός, ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, πραγμάτων ή τοποθεσιών
- ↪ A few of these movies are very good.
- Μερικές από αυτές τις ταινίες είναι πολύ καλές.
- ↪ A few of these movies are very good.
- λίγος, όχι πολλά άτομα, πράγματα ή μέρη
- ↪ Few could claim to be happy with their lives.
- Λίγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους.
- ↪ Honest people are becoming fewer and fewer.
- Οι τίμιοι άνθρωποι γίνονται όλο και λιγότεροι.
- ↪ Few could claim to be happy with their lives.
- (the few) οι λίγοι, χρησιμοποιείται με ρήμα πληθυντικού αριθμού για να δηλώνει «μικρή ομάδα ανθρώπων»
παραθετικά | |
θετικός | few |
συγκριτικός | fewer |
υπερθετικός | fewest |
few (en)
- (συνήθως a few) λίγος, μερικός, ένας μικρός αριθμός αλλά ακόμα μερικά
- ↪ I have a few friends that will help me.
- Έχω λίγους φίλους που θα με βοηθήσουν.
- ↪ There are a few days left until vacation.
- Λίγες μέρες έμειναν ως τις διακοπές.
- ↪ This job doesn’t need many workers, only a few good ones.
- Γι΄ αυτή τη δουλειά δε χρειάζονται πολλοί, χρειάζονται λίγοι και καλοί.
- ↪ I want to disappear for a few days.
- Θέλω να εξαφανιστώ για μερικές μέρες.
- ≈ συνώνυμα: some
- ↪ I have a few friends that will help me.
- λίγος, όχι πολλά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται μόνο με μετρήσιμα ουσιαστικά σε πληθυντικό αριθμό
- Με μη μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το little
- Το Oxford Dictionary θεωρεί few ως προσδιοριστής και ως επίθετο
Πηγές
[επεξεργασία]- few (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- few (determiner, adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 502-503, 723. ISBN 9780194325684., λήμμα: λίγος, πολύς