farce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]farce (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- farce < δημώδης λατινική °farsa < °farsus < farcire
- από το «1», με την έννοια: « μικρή κωμική διακοπή στη μέση ενός σοβαρού έργου »
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
farce | farces |
farce (fr) θηλυκό