fun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fun
συγκριτικός more fun
υπερθετικός most fun

fun (en)

  • (ανεπίσημο) διασκεδαστικός, είναι διασκέδαση, ευχάριστος
    ⮡  The new teacher knew how to make his class fun for his students.
    Ο νέος δάσκαλος ήξερε πώς να κάνει το μάθημά του διασκεδαστικό για τους μαθητές του.
    ⮡  This toy is fun, but it is not appropriate for children under five years old.
    Το παιχνίδι αυτό είναι διασκεδαστικό, αλλά δεν είναι κατάλληλο για παιδιά κάτω των πέντε χρονών.
    ⮡  We spent a fun day at the park.
    Εμείς περάσαμε μια διασκεδαστική μέρα στο πάρκο.
    ⮡  This job is fun for me.
    Αυτή η δουλειά είναι για μένα διασκέδαση.
    ⮡  It’s not fun for anyone to wait.
    Δεν είναι ευχάριστο να περιμένει κανείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entertaining

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • it will be fun to ...: θα έχει πλάκα να ...

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fun (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η διασκέδαση, διασκεδάζομαι, η πλάκα, η αίσθηση της απόλαυσης, οι δραστηριότητες που μου αρέσουν
    ⮡  He prefers fun to work.
    Προτιμάει τη διασκέδαση από τη δουλειά.
    ⮡  Life is not only fun and games.
    Η ζωή δεν είναι μόνο διασκέδαση.
    ⮡  Did you have fun at the party?
    Διασκεδάσατε στο πάρτι;
    ⮡  We had a lot of fun!
    Διασκεδάσαμε πάρα πολύ!
    ⮡  It was a lot of fun.
    Είχε μεγάλη πλάκα.
    ⮡  We had a lot of fun.
    Σπάσαμε μεγάλη πλάκα.
    ⮡  Yesterday evening was a lot of fun.
    Χτες το βράδυ έγινε μεγάλη πλάκα.
    ⮡  It’s no fun when the other knows about it.
    Δεν έχει πλάκα όταν ο άλλος το ξέρει.
    ⮡  I like a little bit of fun.
    Μου αρέσει λίγο η πλάκα.
    ⮡  Just for the fun of it!
    Έτσι για (την) πλάκα!
    ⮡  I said it just for fun.
    Έτσι το είπα, για πλάκα.
    ⮡  We play cards for fun, not money.
    Για πλάκα παίζουμε χαρτιά, όχι για λεφτά.
  2. το κέφι, η συμπεριφορά ή οι δραστηριότητες που δεν είναι σοβαρές αλλά προορίζονται να τις απολαύσει κάποιος
    ⮡  He is full of fun.
    Είναι όλο κέφι.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

fun (en)



Μεταγραφή

[επεξεργασία]

fun (rōmaji