eski toprak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eski toprak < eski ("παλιός") & toprak (χώμα) (κυριολεκτικά: το παλιό χώμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛsˈci tɔpˈɾɑk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eski toprak (tr)