equador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
equador | equadores |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]equador (pt) αρσενικό
- (γεωγραφία) ο ισημερινός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
equador | equadores |
equador (pt) αρσενικό