entraide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
entraide entraides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

entraide (fr) θηλυκό