enemy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
enemy | enemies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]enemy (en)
- ο εχθρός, άτομο που μισεί κάποιον ή που ενεργεί ή μιλάει εναντίον κάποιου ή κάτι
- ⮡ He has many enemies.
- Έχει πολλούς εχθρούς.
- ⮡ He has many enemies.
- (μόνο ενικός) ο εχθρός, εχθρικός, χώρα ή ομάδα εναντίον της οποίας διεξάγω πόλεμο· οι στρατιώτες κτλ. αυτής της χώρας ή ομάδας
- ⮡ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
- ⮡ The enemy was/were forced to retreat.
- Ο εχθρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
- ⮡ enemy forces - εχθρικές δυνάμεις
- ⮡ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- (επίσημο) ο εχθρός, οτιδήποτε βλάπτει κάτι ή το εμποδίζει να είναι επιτυχημένο
- ⮡ His main enemy is laziness.
- Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
- ⮡ He is an enemy to progress.
- Είναι εχθρός της προόδου.
- ⮡ His main enemy is laziness.