exit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exit | exits |
exit (en)
- η έξοδος, το σημείο από όπου κάποιος εξέρχεται
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | exit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exits |
αόριστος | exited |
παθητική μετοχή | exited |
ενεργητική μετοχή | exiting |
exit (en)