exhaustion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exhaustion (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exhaustion < δημώδης λατινική exhaustio < exhaurire, στερεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ.ɡzo.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exhaustion exhaustions

exhaustion (fr) θηλυκό

  1. μέθοδος ανάλυσης που εξαντλεί όλες τις δυνατές υποθέσεις ενός ερωτήματος
  2. (παρωχημένο) το στέρεμα ενός υγρού

Συγγενικά

[επεξεργασία]