drag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drag | drags |
drag (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drags |
αόριστος | dragged |
παθητική μετοχή | dragged |
ενεργητική μετοχή | dragging |
drag (en)
- σύρω, σέρνω
- σέρνομαι (κινούμαι πολύ αργά)
- drag one's feet: "σέρνω τα πόδια μου", "σέρνομαι"
- (πληροφορική) σέρνω, μετακινώ κείμενο, ένα εικονίδιο κτλ. στην οθόνη ενός υπολογιστή χρησιμοποιώντας το ποντίκι
- ⮡ Drag the table to see all the columns.
- Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες.
- ⮡ Drag the table to see all the columns.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]drag (ro)