double
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]double (en)
- τα διπλάσια
- ⮡ He offered me double.
- Μου πρόσφερε τα διπλάσια.
- ⮡ I paid double.
- Πλήρωσα τα διπλάσια.
- ⮡ He offered me double.
Επίθετο
[επεξεργασία]double (en) (χωρίς παραθετικά)
- διπλός, τα διπλάσια από το συνηθισμένο
- ⮡ a double whiskey - διπλό ουίσκι
- ⮡ a double line - διπλή γραμμή
- ⮡ He’s working a double shift.
- Δουλεύει διπλή βάρδια.
- διπλός, που έχει ή αποτελείται από δύο πράγματα ή μέρη που είναι ίσα ή παρόμοια
- ⮡ a double window - διπλό παράθυρο
- διπλός, κάτι που είναι φτιαγμένο για δύο άτομα ή πράγματα
- ⮡ a double bed - διπλό κρεβάτι
- ⮡ double parking - διπλό παρκάρισμα
- διπλός, που συνδυάζει δύο πράγματα ή ιδιότητες
- ⮡ double meaning - διπλή σημασία
- ⮡ For so many years he lived a double life.
- Τόσα χρόνια ζούσε διπλή ζωή.
Επίρρημα
[επεξεργασία]double (en) (χωρίς παραθετικά)
- διπλά, διπλός, σε δύο μέρη
- ⮡ I am seeing double.
- Τα βλέπω διπλά.
- ⮡ He put the blanket double.
- Έβαλε την κουβέρτα διπλή.
- ⮡ I am seeing double.
- διπλά, διπλάσιο ποσό
- ⮡ It may cost double for you.
- Μπορεί να σου κοστίσει διπλά.
- ⮡ It may cost double for you.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
double | doubles |
double (en)
- ο σωσίας, ένα άτομο ή ένα πράγμα που μοιάζει ακριβώς με άλλο
- ⮡ She is the double of her sister.
- Είναι ο σωσίας της αδελφής της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη doppelganger
- ⮡ She is the double of her sister.
- (μη μετρήσιμο, μόνο πληθυντικός, αθλητισμός) ο αγώνας ανά ζεύγη στο τένις
- ⮡ mixed doubles - μικτός αγώνας (με έναν άντρα και μια γυναίκα σε κάθε πλευρά)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- at the double (βρετανικά αγγλικά), on the double (αμερικανικά αγγλικά)
- double or quits (βρετανικά αγγλικά), double or nothing (αμερικανικά αγγλικά)
double (en)
- διπλάσιος, το διπλάσιο
- ⮡ My salary is double this year.
- Ο μισθός μου είναι διπλάσιος φέτος.
- ⮡ What is double ten?
- Ποιο είναι το διπλάσιο του δέκα;
- ⮡ My salary is double this year.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | double |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doubles |
αόριστος | doubled |
παθητική μετοχή | doubled |
ενεργητική μετοχή | doubling |
double (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διπλασιάζω, γίνεται, ή κάνω κάτι να γίνει, διπλάσιο
- ⮡ I doubled my income.
- Διπλασίασα το εισόδομά μου.
- ⮡ Real estate prices doubled in recent years.
- Τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων.
- ⮡ I doubled my income.
- (μεταβατικό) διπλώνω στα δυο, διπλώνω κάτι ώστε να υπάρχουν δύο στρώματα
- ⮡ I double a blanket.
- Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.
- ⮡ I double a blanket.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- double (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλασιάζω, διπλάσιο, διπλάσιος, διπλός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]double (fr)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Αντωνυμίες (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αθλητισμός (αγγλικά)
- Προσδιοριστές (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)