double

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

double (en)

  • τα διπλάσια
    ⮡  He offered me double.
    Μου πρόσφερε τα διπλάσια.
    ⮡  I paid double.
    Πλήρωσα τα διπλάσια.

Επίθετο

[επεξεργασία]

double (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. διπλός, τα διπλάσια από το συνηθισμένο
    ⮡  a double whiskey - διπλό ουίσκι
    ⮡  a double line - διπλή γραμμή
    ⮡  He’s working a double shift.
    Δουλεύει διπλή βάρδια.
  2. διπλός, που έχει ή αποτελείται από δύο πράγματα ή μέρη που είναι ίσα ή παρόμοια
    ⮡  a double window - διπλό παράθυρο
  3. διπλός, κάτι που είναι φτιαγμένο για δύο άτομα ή πράγματα
    ⮡  a double bed - διπλό κρεβάτι
    ⮡  double parking - διπλό παρκάρισμα
  4. διπλός, που συνδυάζει δύο πράγματα ή ιδιότητες
    ⮡  double meaning - διπλή σημασία
    ⮡  For so many years he lived a double life.
    Τόσα χρόνια ζούσε διπλή ζωή.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

double (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. διπλά, διπλός, σε δύο μέρη
    ⮡  I am seeing double.
    Τα βλέπω διπλά.
    ⮡  He put the blanket double.
    Έβαλε την κουβέρτα διπλή.
  2. διπλά, διπλάσιο ποσό
    ⮡  It may cost double for you.
    Μπορεί να σου κοστίσει διπλά.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
double doubles

double (en)

  1. ο σωσίας, ένα άτομο ή ένα πράγμα που μοιάζει ακριβώς με άλλο
    ⮡  She is the double of her sister.
    Είναι ο σωσίας της αδελφής της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη doppelganger
  2. (μη μετρήσιμο, μόνο πληθυντικός, αθλητισμός) ο αγώνας ανά ζεύγη στο τένις
    ⮡  mixed doubles - μικτός αγώνας (με έναν άντρα και μια γυναίκα σε κάθε πλευρά)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

double (en)

  • διπλάσιος, το διπλάσιο
    ⮡  My salary is double this year.
    Ο μισθός μου είναι διπλάσιος φέτος.
    ⮡  What is double ten?
    Ποιο είναι το διπλάσιο του δέκα;
ενεστώτας double
γ΄ ενικό ενεστώτα doubles
αόριστος doubled
παθητική μετοχή doubled
ενεργητική μετοχή doubling

double (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διπλασιάζω, γίνεται, ή κάνω κάτι να γίνει, διπλάσιο
    ⮡  I doubled my income.
    Διπλασίασα το εισόδομά μου.
    ⮡  Real estate prices doubled in recent years.
    Τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων.
  2. (μεταβατικό) διπλώνω στα δυο, διπλώνω κάτι ώστε να υπάρχουν δύο στρώματα
    ⮡  I double a blanket.
    Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

double (fr)