district

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
district districts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

district (en)

  • η συνοικία, η περιφέρεια, το διαμέρισμα χώρας, η περιοχή μιας χώρας ή μιας πόλης, ειδικά μιας περιοχής που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· ή ένα από τα τμήματα μιας χώρας, πόλης ή πολιτείας που χωρίζεται για σκοπούς οργάνωσης, με επίσημα σύνορα
    ⮡  the Chinese district - η Κινεζική συνοικία
    ⮡  a residential district - συνοικία με καλά σπίτια
    ⮡  There is not a lot of tourism in our district.
    Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
    ⮡  the southern districts of the country - τα νότια διαμερίσματα της χώρας
    ⮡  urban/rural districts - αστικές/αγροτικές περιοχές
    ⮡  mountainous/agricultural districts - ορεινές/γεωργικές περιοχές
    ⮡  The port district is full of bars.
    Η περιοχή του λιμανιού είναι γεμάτη μπαρ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → και δείτε τη λέξη region