diadème

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
diadème diadèmes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diadème (fr) αρσενικό