derived
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]derived (en)
- παράγωγος, που παράγεται από κάτι άλλο που θεωρείται βασικό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- derived στην αγγλική Βικιπαίδεια