deployment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deployment (en)

  1. (στρατιωτικός όρος) η παράταξη στρατού πριν από τη μάχη
  2. η διάθεση στο κοινό ενός προϊόντος για χρήση
  3. (πληροφορική) βλ. software deployment

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • deployment στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια