deposition
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
deposition (en)
- η καθαίρεση (αξιωματούχου)
- η απόθεση (ενός στρώματος υλικού πάνω σε μια επιφάνεια)
- η ένορκη κατάθεση (εκτός δικαστηρίου)
- η στερεοποίηση των υδρατμών κατευθείαν σε χιόνι ή πάγο
- (φυσική) η μετατροπή ενός αερίου σε στερεό χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση
- ≠ αντώνυμα: sublimation
- η εναπόθεση των λειψάνων ενός αγίου σε ναό