crowd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crowd | crowds |
crowd (en)
- το πλήθος (αντικειμένων)
- το πλήθος ανθρώπων, ο κόσμος
- ⮡ Crowds flowed into the stadium.
- Τα πλήθη συνέρρεαν στο στάδιο.
- (υποτιμητικά) μάζα
- ⮡ Crowds flowed into the stadium.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | crowd |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crowds |
αόριστος | crowded |
παθητική μετοχή | crowded |
ενεργητική μετοχή | crowding |
crowd (en)
- στριμώχνομαι, γεμίζω ένα μέρος ώστε να υπάρχει λίγος χώρος για κίνηση
- (ανεπίσημο) πιέζω με την παρουσία μου, στέκομαι πολύ κοντά του και τον κάνω να νιώθει άβολα
- ⮡ Don’t crowd me, give me time to think.
- Μη με πιέζεις, άσε μου χρόνο να σκεφτώ.
- ⮡ Don’t crowd me, give me time to think.