crisis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
crisis crises
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crisis < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική κρίσις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crisis (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
    ⮡  The subprime crisis in the US affected the entire world, including Europe.
    Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crisis (nl)

  1. κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
  2. οικονομική κρίση