crane

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crane cranes

crane (en)

  1. (πτηνό) γερανός, το πτηνό
  2. ο γερανός, το μηχάνημα
    ⮡  The crane is lifting cargo.
    Ο γερανός ανυψώνει φορτία.
ενεστώτας crane
γ΄ ενικό ενεστώτα cranes
αόριστος craned
παθητική μετοχή craned
ενεργητική μετοχή craning

crane (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • τεντώνω το λαιμό· σκύβω ή τεντώνομαι πάνω από κάτι για να δω κάτι καλύτερο
    ⮡  He craned his neck forward to see.
    Τέντωσε το λαιμό του μπροστά για να δει.