corporation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
corporation corporations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corporation (en)

  • η εταιρεία
    ⮡  public/state corporation - δημόσια/κρατική εταιρεία

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
corporation corporations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corporation (fr) θηλυκό

  1. ο σύλλογος
  2. η ένωση, η συντεχνία, το σύνολο των ατόμων ενός επαγγέλματος, το σωματείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]