corner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
corner | corners |
corner (en)
- η γωνία, γωνιακός
- (αθλητισμός) το κόρνερ
- η άκρη, το μέρος μέσα σε ένα δωμάτιο ή ένα κουτί όπου συνδέονται δύο πλευρές
- ⮡ in a corner of the room - σε μια άκρη του δωματίου
- η άκρη, μια περιοχή ενός τόπου, μερικές φορές χρησιμοποιείται για μια περιοχή που είναι μακριά
- ⮡ the four corners of the earth - οι τέσσερις άκρες της γης
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | corner |
γ΄ ενικό ενεστώτα | corners |
αόριστος | cornered |
παθητική μετοχή | cornered |
ενεργητική μετοχή | cornering |
corner (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- corner (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- corner (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corner (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) το κόρνερ