coquille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coquille coquilles

coquille (fr) θηλυκό

  1. το κέλυφος, το όστρακο (για τα μαλάκια)
  2. το κέλυφος, το τσόφλι (για το αβγό)
    → δείτε τις λέξεις blanc d'œuf και jaune d'œuf
  3. το τυπογραφικό λάθος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]