contend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας contend
γ΄ ενικό ενεστώτα contends
αόριστος contended
παθητική μετοχή contended
ενεργητική μετοχή contending

contend (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) ισχυρίζομαι, λέω ότι κάτι ισχύει, ειδικά σε ένα επιχείρημα
    He contended that war is a necessary evil.
    Ισχυριζόταν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό.
     συνώνυμα:  allege, argue, assert, claim και maintain
  2. (αμετάβατο) ανταγωνίζομαι κάποιον για να κερδίσω κάτι
    The two parties contend fervently for the seizure of power.
    Τα δύο κόμματα ανταγωνίζονται με πάθος για την κατάληψη της εξουσίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compete