consent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
consent consents

consent (en)

  • (μη μετρήσιμο) η άδεια, η συναίνεση, η συγκατάθεση, το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να πει ή να κάνει κάτι ή η συμφωνία για κάτι
    ⮡  I will never give my consent for this marriage.
    Ποτέ δεν θα δώσω άδεια γι' αυτό τον γάμο.
    ⮡  His consent is not necessary.
    Η συναίνεση του δεν είναι αναγκαία.
    ⮡  The government gave its consent for the proposed wage increases.
    Η κυβέρνηση έδωσε τη συγκατάθεσή της στις προτεινόμενες αυξήσεις μισθών.
ενεστώτας consent
γ΄ ενικό ενεστώτα consents
αόριστος consented
παθητική μετοχή consented
ενεργητική μετοχή consenting

consent (en) (μάλλον επίσημο)