consent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
consent | consents |
consent (en)
- (μη μετρήσιμο) η άδεια, η συναίνεση, η συγκατάθεση, το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να πει ή να κάνει κάτι ή η συμφωνία για κάτι
- ⮡ I will never give my consent for this marriage.
- Ποτέ δεν θα δώσω άδεια γι' αυτό τον γάμο.
- ⮡ His consent is not necessary.
- Η συναίνεση του δεν είναι αναγκαία.
- ⮡ The government gave its consent for the proposed wage increases.
- Η κυβέρνηση έδωσε τη συγκατάθεσή της στις προτεινόμενες αυξήσεις μισθών.
- ⮡ I will never give my consent for this marriage.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | consent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consents |
αόριστος | consented |
παθητική μετοχή | consented |
ενεργητική μετοχή | consenting |
- (αμετάβατο) συναινώ, συγκατατίθεμαι, δίνω άδεια για κάτι
- ⮡ I will never consent to this marriage.
- Ποτέ δε θα συναινέσω/συγκατατεθώ σ' αυτό το γάμο.
- ⮡ I will never consent to this marriage.