consciousness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]consciousness (en)
- η συνείδηση (κατάσταση κατά την οποία αντιλαμβάνεται κάποιος το περιβάλλον του, λειτουργούν οι αισθήσεις του κλπ.)
- meditation can have an effect on someone's state of consciousness
- ο διαλογισμός μπορεί να έχει επίδραση στην κατάσταση της συνείδησης κάποιου
- meditation can have an effect on someone's state of consciousness
- η συνείδηση (επίγνωση, γνώση ενός γεγονότος ή γνώση κάποιου για τον εαυτού του)
- information that is recalled into consciousness
- πληροφορίες που ανακαλούνται στη συνείδηση
- class consciousness
- ταξική συνείδηση
- information that is recalled into consciousness
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- regain consciousness -- ανακτώ της αισθήσεις μου
- stream of consciousness -- η αδιάκοπη ροή των σκέψεων του συνειδητού νου