confinement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confinement (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
confinement confinements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confinement (fr) αρσενικό

  1. ο εγκλεισμός, η κράτηση
  2. (ειδικότερα) η απαγόρευση που γίνεται σε έναν ασθενή να βγει από το δωμάτιό του
    → δείτε τη λέξη quarantaine

Συγγενικά

[επεξεργασία]