competo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
competo < cum + peto

competo

  1. συναντώ
  2. συμφωνώ
  3. συνέρχομαι
  4. συμπίπτω