coil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coil | coils |
coil (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | coil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coils |
αόριστος | coiled |
παθητική μετοχή | coiled |
ενεργητική μετοχή | coiling |
coil (en)
- κουλουριάζω
- ⮡ He coiled the rope around the tree.
- Κουλούριασε την τριχιά στο δέντρο.
- ⮡ He coiled the rope around the tree.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 471. ISBN 9780194325684., λήμμα: κουλούρα, κουλουριάζω