clothes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clothes (en)
- (μόνο στον πληθυντικό) τα ρούχα
- ↪ I bought many clothes at the store.
- Αγόρασα πολλά ρούχα στο μαγαζί.
- ↪ I bought many clothes at the store.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]clothes (en)