circle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
circle circles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circle (en)

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
    ⮡  A circle has three hundred sixty degrees.
    Ένας κύκλος έχει τριακόσιες εξήντα μοίρες.
  2. ο κύκλος, ομάδα ανθρώπων με τα ίδια ενδιαφέροντα
    ⮡  This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
    Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
    ⮡  They move in the best circles.
    Κινούνται στην καλύτερη κοινωνία.