catch on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | catch on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | catches on |
αόριστος | caught on |
παθητική μετοχή | caught on |
ενεργητική μετοχή | catching on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]catch on (en)
- πιάνω, γίνεται δημοφιλές ή μοντέρνο
- ⮡ The new fashion caught on.
- Η νέα μόδα έπιασε.
- ⮡ The new fashion caught on.
- (ανεπίσημο) αρχίζω να καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα
- ⮡ He doesn’t catch on very quick, does he?
- Δεν μπαίνει στο νόημα γρήγορα, ε;
- ⮡ When he caught on to what I was hinting at…
- Όταν μπήκε στο νόημά του τι ήθελα να πω απέξω απέξω…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ⮡ He doesn’t catch on very quick, does he?
Πηγές
[επεξεργασία]- catch on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 568. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπαίνω