carotte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carotte | carottes |
carotte (fr) θηλυκό
- το καρότο
ενικός | πληθυντικός |
carotte | carottes |
carotte (fr) θηλυκό