castra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- castra < castrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kes- (κόβω, χωρίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- άλλη μορφή του castrum
- castra haec vestra est. (Άκκιος, Aeneadae sive Decius 16)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | castra | castrae |
γενική | castrae | castrārum |
δοτική | castrae | castrīs |
αιτιατική | castram | castrās |
κλητική | castra | castrae |
αφαιρετική | castrā | castrīs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]castra (la) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | castra | |
γενική | castrōrum | |
δοτική | castrīs | |
αιτιατική | castra | |
κλητική | castra | |
αφαιρετική | castrīs | |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]castra (la)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του castrum